- ακαταστέριστος
- ἀκαταστέριστος, -ον (Α) [καταστερίζω](ουρανός) τού οποίου οι αστερισμοί δεν έχουν καταταχθεί (Αχ. Τάτ., Εισαγ. 40).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταστέριστον — ἀκαταστέριστος not arranged in constellations masc/fem acc sg ἀκαταστέριστος not arranged in constellations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)